- εκφθέγγομαι
- ἐκφθέγγομαι (Α)μιλώ έντονα, λέγω, κράζω («βαθέης δ' ἐκφθέγξατο δίνης», Όμηρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφθέγγομαι — ἐκ φθέγγομαι utter a sound pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)